ἀγνίση, νά τά
Ερμηνεία:
[γ΄πρ. εν. υποτακτικής αορ του ρ. αγνίζω][να τα κάνει αγνά, να τα καθαρίσει από το μίασμα]
Ετυμολογία:
[
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ! [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|